ουρανογραφία

ουρανογραφία
η (Α οὐρανογραφία, ιων. τ. οὐρανογραφίη)
1. η περιγραφή τού ουρανού
νεοελλ.
1. η μελέτη τών σχετικών θέσεων τών αστέρων και τής αναγνώρισης τών ουράνιων σωμάτων με τη βοήθεια αστρονομικών χαρτών
2. τα συγγράμματα και οι χάρτες που βοηθούν στην αναγνώριση τών ουράνιων σωμάτων
αρχ.
η περιγραφή τού ουρανού και τών ουράνιων σωμάτων ως τίτλος συγγράμματος τού Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -γραφία (< -γράφος < γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οὐρανογραφίη — οὐρανογραφία description of the heavens fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανογραφία («ουρανογραφικές μελέτες») 2. φρ. α) «ουρανογραφικές συντεταγμένες» σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο παρατήρησης, και, συνεπώς, κατάλληλο για τη σύνταξη …   Dictionary of Greek

  • uranografía — ► sustantivo femenino ASTRONOMÍA Parte de la astronomía que estudia la descripción de los cuerpos celestes. SINÓNIMO cosmografía * * * uranografía (del gr. «ouranographía») f. Cosmografía. * * * uranografía. (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía… …   Enciclopedia Universal

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • Μπόντε, Γιόχαν Έλερτ — (Jochann Elert Bode, Αμβούργο 1747 – Βερολίνο 1826). Γερμανός αστρονόμος, περισσότερο γνωστός από τον νομό που έχει το όνομά του. Ο Μ. ίδρυσε την Αστρονομική επετηρίδα, στη διατήρηση της οποίας συνέβαλε με τη συγγραφή και συμπλήρωση 51 τόμων.… …   Dictionary of Greek

  • uranografía — (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía descriptiva …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”