οὐρανογραφίη — οὐρανογραφία description of the heavens fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανογραφία («ουρανογραφικές μελέτες») 2. φρ. α) «ουρανογραφικές συντεταγμένες» σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο παρατήρησης, και, συνεπώς, κατάλληλο για τη σύνταξη … Dictionary of Greek
uranografía — ► sustantivo femenino ASTRONOMÍA Parte de la astronomía que estudia la descripción de los cuerpos celestes. SINÓNIMO cosmografía * * * uranografía (del gr. «ouranographía») f. Cosmografía. * * * uranografía. (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía… … Enciclopedia Universal
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
Μπόντε, Γιόχαν Έλερτ — (Jochann Elert Bode, Αμβούργο 1747 – Βερολίνο 1826). Γερμανός αστρονόμος, περισσότερο γνωστός από τον νομό που έχει το όνομά του. Ο Μ. ίδρυσε την Αστρονομική επετηρίδα, στη διατήρηση της οποίας συνέβαλε με τη συγγραφή και συμπλήρωση 51 τόμων.… … Dictionary of Greek
uranografía — (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía descriptiva … Diccionario de la lengua española